αρρητίνωτος

αρρητίνωτος
-ον
ο αρετσίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρητίνη «ρετσίνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κατάλογο Εκθετών Α' Ολυμπιάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”